- εικονοκλαστικός
- -ή, -όπου ανήκει ή αναφέρεται στον εικονοκλάστη (βλ. λ.), εικονομαχικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εικονοκλαστικός — ή, ό (Μ εἰκονοκλαστικός, ή, όν) αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στην εικονοκλασία ή στον εικονοκλάστη νεοελλ. αυτός που έχει χαρακτηριστικά καινοτομίας με πλήρη άρνηση τής παραδόσεως … Dictionary of Greek
Θεοδώρα — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Έζησε στην Αλεξάνδρεια την εποχή των Διοκλητιανού και Μαξιμιανού (3ος αι.). Τη συνέλαβαν και για να την τιμωρήσουν την έκλεισαν σε πορνείο. Δραπέτευσε με τη βοήθεια του στρατιωτικού άρχοντα Διδύμου … Dictionary of Greek